ὀρχηστικόν

ὀρχηστικόν
ὀρχηστικός
of
masc acc sg
ὀρχηστικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… …   Dictionary of Greek

  • ποίφυγμα — τὸ, Α [ποιφύσσω] 1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα σχῆμα ὀρχηστικόν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”